Εισήγηση Μπάρτζου Στυλιανής – Ut pictura poesis: Λόγος και εικόνα σε σχέση αλληλεπίδρασης

Μπάρτζου Στυλιανή

Φιλόλογος-Αρχαιολόγος, Υπ. Δρ. Ιστορίας Τέχνης ΑΠΘ

smpartzo@gmail.com


Στόχο του συγκεκριμένου πονήματος αποτελεί η ανάδειξη της σχέσης ανάμεσα στις εικαστικές τέχνες και τη γλώσσα, της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην τέχνη και τη λογοτεχνία και της δυνατότητας αξιοποίησης των τεχνών ως πολιτισμικών φαινομένων. Η γλώσσα αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο μέσο επικοινωνίας και κατανόησης κάθε μορφής ζωής και ολόκληρη η σύλληψη της τέχνης ρυθμίζεται από αυτήν· από την άλλη πλευρά τα νοήματα που ενυπάρχουν στα έργα τέχνης δεν μπορούν πάντα να αποδοθούν γλωσσικά,  καθώς ως συμβολικά συστήματα προσεγγίζονται μέσω της μεταφοράς, της αναλογίας , και χάρη στη συναισθηματική τους φόρτιση μέσω της διαίσθησης.  Έτσι η γλώσσα ως όργανο επικοινωνίας που μεταδίδει σκέψεις και συναισθήματα, αποτελεί καλή ένδειξη των τρόπων με τους οποίους   μεγάλο μέρος της αντίληψής μας στηρίζεται σε  πολυαισθητηριακούς συνδυασμούς, οπτικών, ακουστικών ή απτικών ερεθισμάτων. Και ενώ  στις παραδοσιακές κοινωνίες, στις οποίες ο γραμματισμός είναι προνόμιο των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, οι εικόνες συνιστούν το βιβλίο των αγραμμάτων, ωστόσο στη σύγχρονη κοινωνία, η οποία  κατακλύζεται από εικόνες σε διάφορα κανάλια επικοινωνίας, απαιτείται η καλλιέργεια της δυνατότητας αποκρυπτογράφησης των οπτικών μηνυμάτων με αποτέλεσμα την προώθηση  του οπτικού, αλλά και γενικότερα του κριτικού γραμματισμού. Σε επίπεδο σχολικής τάξης η εικόνα λειτουργεί επικουρικά στην ανάλυση και κατανόηση του λεκτικού μηνύματος (γραπτού και προφορικού). Στην περίπτωση αυτή ενεργοποιούνται οι γλωσσικές δυνατότητες των μαθητών μέσω της περιγραφής και της αφήγησης.

Οι σχέσεις των εικαστικών τεχνών με τη λογοτεχνία είναι πολλές και σύνθετες· πολλές φορές οι ποιητές άντλησαν την έμπνευσή τους από πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά ή τέλος από τη μουσική· όπως τα φυσικά αντικείμενα και τα πρόσωπα, έτσι και τα καλλιτεχνήματα είναι δυνατό να γίνουν θέμα της ποίησης, ενώ αντίστροφα η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει θέμα των εικαστικών τεχνών. Στην πρώτη περίπτωση η πιστή απόδοση και περιγραφή ενός έργου τέχνης συνδέεται με το κειμενικό είδος της έκφρασης, ενώ στη δεύτερη έχουμε να κάνουμε με την εικονογράφηση γραπτού κειμένου, ώστε να γίνει πιο εύληπτο στον δέκτη. Την εικονογράφηση,  ως τέχνη της διασαφήνισης και της μεταβίβασης μιας ιδέας, διάθεσης ή ιστορίας με οπτικά μέσα,  σύμφωνα με την αρχή της οπτικοποίησης εφάρμοσε στην περίπτωση των σχολικών βιβλίων ο Comenius προκειμένου να είναι πιο εύληπτο το περιεχόμενό τους στους μαθητές. Εξάλλου σχετικά με αυτή τη διαπλοκή αξίζει να αναφερθεί ότι μεγάλο μέρος της εικαστικής έμπνευσης αντλείται από την κλασική γραμματεία και τη βιβλική παράδοση.

Εκτυλίσσεται έτσι διακειμενικός διάλογος σε μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε έργα της ίδιας τέχνης ή και διαφορετικών τεχνών σε μια αέναη διαδικασία που φτάνει μέχρι σήμερα  με δεδομένο ότι κάθε κείμενο ανήκει σε ένα ευρύτερο πεδίο κειμένων που προωθεί ένα δυναμικό περιεχόμενο νοήματος, ενώ το νόημα δεν προκύπτει από τη συγγραφική πρόθεση, αλλά από τα συμφραζόμενα κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά, ιδεολογικά τα οποία προσλαμβάνει ο αναγνώστης· κάθε έργο τέχνης είναι ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία, ώστε εύλογα να μιλά ο Barthes για θάνατο στου συγγραφέα. Τέλος πέρα από τις δυνατότητες εικαστικής αναπαράστασης λογοτεχνικών κειμένων προοπτικές συμβίωσης εικαστικής τέχνης και λόγου παρουσιάζονται μέσω της οπτικής απόδοσης του νοήματος, όπως συμβαίνει στα Calligrammes  του G.Apollinaire.